- αδιακόρευτος
- -η, -ο (Α ἀδιακόρευτος, -ον) [διακορεύω](για γυναίκες) αυτή που δεν διακορεύτηκε, η αδιάφθορη, η παρθένα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιακόρευτος — η, ο (για γυναίκα), αυτή που δε διακορεύτηκε, η παρθένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιακορεύτων — ἀδιακόρευτος undeflowered masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτρητος — η, ο (AM ἄτρητος, ον) αυτός που δεν έχει τρύπα μσν. (για γυναίκα) αδιακόρευτος αρχ. αυτός που δεν ανοίγει τρύπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + τρητός < τετραίνω «τρυπώ»] … Dictionary of Greek
αδιαπαρθένευτος — η, ο [διαπαρθενεύω] ο αδιακόρευτος* … Dictionary of Greek